- ζωντοχήρος
- -α, θηλ. και ζωντόχηραχωρισμένος από τη γυναίκα του, διαζευγμένος από τη ζωντανή ακόμη γυναίκα του.[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ζων (γεν. ζώντος) του ζω* + χήρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζωντόχηρος — ζωντόχηρος, ο και ζωντοχήρος, ο θηλ. ζωντοχήρα ο χωρισμένος από τη γυναίκα του, η οποία βρίσκεται στη ζωή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζωντανοχωριστός — ή και ζωντανοχωρισμένος, η χωρισμένος ζωντανός, διαζευγμένος (ή διαζευγμένη) από την (ή τον) σύζυγο του (της) που ζει ακόμη, ζωντοχήρος, ζωντοχήρα … Dictionary of Greek